λεπρώδης — rough masc/fem acc pl (attic epic doric) λεπρώδης rough masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λεπρώδης rough masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρώδης — λεπρώδης, ῶδες (Α) [λέπρα] 1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια 2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά τής λέπρας 3. αυτός που πάσχει από λέπρα … Dictionary of Greek
λεπρώδη — λεπρώδης rough neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπρώδης rough masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπρώδης rough masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρῶδες — λεπρώδης rough masc/fem voc sg λεπρώδης rough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρώδεις — λεπρώδης rough masc/fem acc pl λεπρώδης rough masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρωδῶν — λεπρώδης rough masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρώδεσιν — λεπρώδης rough masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… … Dictionary of Greek
κνησμώδης — ες (AM κνησμώδης, ῶδες) [κνησμός] 1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός 2. αυτός που πάσχει από κνησμό αρχ. αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.). επίρρ... κνησμωδώς (Α) με τρόπο… … Dictionary of Greek
ελεφαντίαση — η 1. (ιατρ.), λεπρώδης δερματική πάθηση που ξεραίνει το δέρμα, ώστε να πάρει όψη παρόμοια με του δέρματος των ελεφάντων. 2. (ιατρ.), τοπική υπερτροφία, ιδίως στα άκρα και στα γεννητικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)